συριγγοτομία

συριγγοτομία
η, Ν
ιατρ. βλ. συριγγιοτομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συριγγιοτομία — και συριγγοτομία, η, Ν ιατρ. διατομή συριγγίου με τον συριγγοτόμο, που γίνεται με σκοπό τη θεραπεία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίγγιο + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. φλεβο τομία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”